διοιδαίνω
1 hincharse
(ἡ κολοκυνθίς) διοιδάνει σφόδραen una receta, Aët.3.35,
διοιδαίνειν τό τε πρόσωπον καὶ τοὺς μυκτῆραςHippiatr.20.7
•del mar embravecerse Gr.Nyss.Hom.in Cant.152.3.
2 fig. inflamarse, encolerizarse
διοίδαινον τῶν ὄχλων αἱ ψυχαίHdn.7.3.6, cf. 8.2, c. ac. rel.
οἱ μέντοι στρατιῶται διοίδαινον τὰς ψυχάςHdn.8.8.1.
3 fig. crecer
ἐξ ὧν ἔριδες καὶ μάχαι καὶ ἔχθραι διοιδαίνουσιClem.Al.Paed.2.7.53.