διοίγω
abrir
βοᾷ διοίγειν κλῇθραS.OT 1287,
τὰς γνάθουςAr.Ec.852,
διοίγων θάλαμον ... χερίE.Fr.285.8, cf. Supp.1205,
τοὺς ὀδόνταςHp.Epid.7.88, cf. 5.83,
τὸν πόρονArist.HA 504b5, cf. Thphr.Ign.42, 45,
ἐδόκει οἱ ὁ θεὸς διοίξας τὸ στ[όμα τᾷ χερί τὸ ἕλκος] ἀ[φε]λεῖνIG 42.123.136 (IV a.C.), en v. pas.
διχάδε διοιχθέντεςde las figurillas de los silenos que encierran dentro imágenes de la divinidad, Pl.Smp.215b, cf. 222a, Iul.Or.9.187a
•abs. abrir la puerta
ἰδοὺ, διοίγωS.Ai.346
•en v. med. abrirse
διοίγετο σάρκεςPi.Fr.246b, las puertas, S.OT 1295,
διοίγεται ὁ φάρυγξArist.PA 664b26, cf. Nic.Fr.74.45,
ἄρτι διοιγομένων οὔλωνGVI 2039.3 (Mitilene I/II d.C.?), fig.
διοιγομένοιο κλύδωνοςQ.S.14.496.