< δεσμόω
δεσμωτήριον >
δέσμωμα
,
-ματος, τό
cadena
,
grillete
Ἑλλήσποντον ἱρὸν δοῦλον ὣς δεσμώμασιν ... σχήσειν
A.
Pers
.745, cf. S.
Fr
.29.