δεσμόω
encadenar, aprisionar
εἰς φυλακὴν δεσμώσας (αὐτόν)A.Matt.14 (p.234.1)
•fig., en v. pas.
ἐπὶ μηδενὶ τοῦ κόσμου τούτου δεσμούμεναιno dejándose atar a ninguna cosa de este mundo Mac.Aeg.Serm.B 31.1.6.
εἰς φυλακὴν δεσμώσας (αὐτόν)A.Matt.14 (p.234.1)
ἐπὶ μηδενὶ τοῦ κόσμου τούτου δεσμούμεναιno dejándose atar a ninguna cosa de este mundo Mac.Aeg.Serm.B 31.1.6.