δεσμωτήριον, -ου, τό
prisión, cárcel
πολλοὶ ... ἄνθρωποι ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ ἦσανTh.6.60, cf. Hdt.3.23, Arist.Rh.1375a6, PCair.Zen.77.5 (III a.C.), LXX Ge.39.22, Charito 6.7.8, Eu.Matt.11.2, POxy.902.7 (V d.C.),
εἰς τὸ δ. ἀπάγεινPl.Grg.486a, Is.4.28, D.9.60, 10.74, D.S.11.86, Plu.Mar.4,
εἰς τὸ δ. ἀποτεθέντωνLycurg.112,
ἐκ τοῦ [δε]σμωτηρί[ου] ἐξαιρεῖνRhamnonte 15.23 (III a.C.),
ἐν χαλκῷ δεσμωτηρίῳ δεδεμένοιencadenados en una prisión broncínea I.Ap.2.247,
ἐν οἴκῳ τοῦ δεσμωτηρίουLXX Id.16.21B, cf. Iust.Nou.8.13, tb. plu.
ὁ μὴ δοὺς τοῖς δεσμωτηρίοις ὡς πονηρὸς ἐγκατελείπετοI.BI 2.273, cf. Plu.TG 8, D.Chr.30.12, Vett.Val.66.23
•fig.
τὸ περὶ τὰ ἐγκύκλια καὶ πολιτικὰ δ.Epicur.Sent.Vat.[6] 58,
πλούτου δεσμωτήριαprisiones de riqueza de la atesorada por los avaros, Philostr.VS 547,
εἶναι ... τὸν κόσμον ... δ. ὑπὸ τῶν θεῶν κατεσκευασμένονD.Chr.30.11, cf. Ph.2.501,
ὦ ἡσυχία δ. παθῶνApoph.Patr.Sys.2.35.38.