δυσυπομόνητος, -ον
insoportable
ἐπὶ δούλοις ... δυσυπομόνητα ἐπιτάγματαPh.2.287,
ἀλγηδόνεςPh.2.432, Sor.2.6.21,
ὀδύνηGal.8.153, Paul.Aeg.3.78.7,
πόνοιOrigenes Hom.18.6 in Ier.(p.160), cf. Comm.in Mt.13.22,
glos. a δύσφοροςSch.Pi.N.1.85b,
glos. a δύσοιστοςSch.A.Pr.690D.