δυσυπομένητος, -ον
insoportable
ἔσται οὖν τινα τῷ θεῷ δυσυπομένηταS.E.M.9.155, cf. 154,
τὰ κατὰ τὴν ζωήνS.E.M.11.108,
πόνοιOrigenes Io.20.27.237.
ἔσται οὖν τινα τῷ θεῷ δυσυπομένηταS.E.M.9.155, cf. 154,
τὰ κατὰ τὴν ζωήνS.E.M.11.108,
πόνοιOrigenes Io.20.27.237.