< δυσυπομόνητος
δυσυπόστατος >
δυσυπονόητος
,
-ον
insospechable
,
impredecible
μῖσος
Ph.2.201
•
de pers.
del que no se puede saber sus intenciones
,
taimado
Ph.2.268,
glos. a δυστόπαστος
Hsch.