δυστύχημα, -ματος, τό
• Prosodia: [-ῠ-]
1 infortunio, desgracia, calamidad
οὐ τὸ δ. ὀνειδίζωAeschin.3.78, cf. And.2.9,
τοῦ δυστυχήματος αὐτοῖς ἀναγγελθέντοςPlb.1.81.1,
ἄνοια θνητοῖς δυστύχημ' αὐθαίρετονMen.Fr.709,
δ. τι ἀκούσιον ἐγένετοLuc.DDeor.16.1, frec. en plu.
δυστυχήματα ... δεινὰ καὶ πολλάPl.Cra.395d,
κοινὰ πάντα δυστυχήματαMen.Mon.514,
τὰ τοῦ σώματος δυστυχήματαref. a la invalidez, Lys.24.3,
τὰ κακὰ ... καὶ τὰ δυστυχήματαArist.EN 1100a17,
τελευταὶ ... καὶ δυστυχήματαD.P.Au.2.8,
μὴ ... περιπέσωσι δυστυχήμασιD.S.14.15, cf. Aesop.83.3,
τοῖς δυστυχήμασι τῆς πατρίδος ἐπιστένοντεςI.BI 1.11,
τὰ τῶν πέλας δυστυχήματαAesop.154, cf. 143.1,
πολλάκις τὰ εὐτυχήματα πλεῖον ἔβλαψε τῶν δυστυχημάτωνOnas.36.4,
ἐν δυστυχήμασι καταστρέψαι τὸν βίονStr.4.1.13,
σε ... συνέμπορον τῶν δυστυχημάτων πεποίηκενHld.2.17.1
•rel. la guerra desastre, derrota X.HG 4.5.18,
ἐν ΚορίνθῳX.HG 7.5.16,
περὶ Θήβας δ.Plu.Alex.13,
χιλιαρχῶν σοφίᾳ μετῆλθε τὸ δ.D.C.Epit.8.12.1.
2 fallo, fracaso
δύο ... περὶ τὸν τῆς παιδείας λόγον δυστυχήματαAristid.Quint.63.1.