δυστῠχής, -ές
I
οἱ περιττοί(por causa de la envidia de los dioses), Arist.Metaph.983a1, de esclavos y prisioneros, D.S.3.13, Luc.Asin.24,
δυστυχεστάτη γυναικῶν ἐγώpor causa del amor, X.Eph.2.11.2,
ἔθνοςGr.Nyss.Flacill.480.2, c. εἰς y ac.
εἰς ἅπαντα δ. ἔφυςE.Ph.1642, de abstr.
βίοςS.El.602, de una acción de guerra
ἔργον τοῦτο ... τοῖς διαφθαρεῖσι δυστυχέστατονTh.7.87,
αἱ πράξειςAntipho 2.1.10,
πενίαD.Chr.7.115,
γενέσεις ... ταπειναὶ καὶ δυστυχεῖςVett.Val.55.23
•subst. τό δ. el infortunio A.Ch.913,
πολλὰ ... δυστυχῆmuchos infortunios A.Th.339,
τῶν τότε πολέμων τὸ δ.Lyd.Mag.3.44.
2 miserable, pervertido, depravado
τίς οὖν οὕτως δ. ἐστιν ὅστις ἑαυτόν, γονέας ... εἴνεκα κέρδους βραχέος προέσθαι βουλήσεται;D.14.32,
φύσει δυστυχεῖςD.14.34,
op. εὐφυήςIsoc.7.49, de algunos jóvenes
ἠλίθιοι καὶ δυστυχεῖςD.Chr.35.8,
ἔσθ' οὕτω τις ἄφρων ἢ δ., ὅτῳ ...;Aristid.Or.6.11.
II ominoso, fatídico, aciago
κόραι δυστυχεῖς Νυκτόςde las Erinis, A.Eu.791,
ὁ δ. δαίμωνS.El.1156.
III adv. -ῶς desgraciadamente
πεπληγμένοιA.A.1660,
τελευτήσαςPl.Lg.687e, cf. Gr.Naz.M.35.869B.