< δυσπερίτρεπτος
δυσπετέω >
δυσπερίψυκτος
,
-ον
protegido contra el frío
,
a salvo de enfriamientos
δυσπερίψυκτα φυλάσσον τὰ σώματα
Dsc.1.30, cf. Sor.2.12.41.