δυσπερίτρεπτος, -ον
I
τὸ δέρμαGal.3.109, cf. 912,
δυσπερίτρεπτον τε καὶ τεταμένον καὶ σκληρὸν ... κατασκευάσαι τὸ ... πέλμαGal.18(2).1016.
2 difícil de derribar, firme, seguro
ἕδραGal.3.214, 215,
οἶκοςSor.1.16.87.
II adv. -ως de manera difícil de volcar o caer Gal.18(1).591.