< δυσπαράπιστος
δυσπαράπλοος >
δυσπαράπλευστος
,
-ον
difícil de costear
o
perlongar
τραχεία καὶ δ. ... παραλία σπάνει λιμένων καὶ ἀγκυροβολίων
Str.16.4.18.