< δυσπαράπλευστος
δυσπαραποίητος >
δυσπαράπλοος
,
-ον
• Alolema(s):
contr.
-ους
, -ουν
difícil de costear
o
perlongar
αἰγιαλὸς ... κρημνώδης καὶ δ.
D.S.3.44.