δυσπαράπιστος, -ον
1 difícil de disuadir, indómito
ἐπὰν ὑπὸ θυμοῦ κρατηθῶμεν, δυσπαραπιστότεροι (ἡμεῖς)Arist.Phgn.809a35.
2 imposible de falsificar, de toda garantía
(σφραγίδες θριπήδεστοι)Ammon.Diff.244.
ἐπὰν ὑπὸ θυμοῦ κρατηθῶμεν, δυσπαραπιστότεροι (ἡμεῖς)Arist.Phgn.809a35.
(σφραγίδες θριπήδεστοι)Ammon.Diff.244.