δυσπαραμύθητος, -ον
1 difícil de apaciguar
θυμόςPl.Ti.69d,
ἔρωςPlu.Mar.45
•difícil de mitigar
ὀδύνηGal.14.748.
2 que no admite consuelo, inconsolable
συμφοράI.AI 2.208,
πένθοςIAE 36.13 (I d.C.),
πάθοςPoll.3.101.
θυμόςPl.Ti.69d,
ἔρωςPlu.Mar.45
ὀδύνηGal.14.748.
συμφοράI.AI 2.208,
πένθοςIAE 36.13 (I d.C.),
πάθοςPoll.3.101.