δυσνοέω
1 ser desfavorable c. dat.
ἡμῖνLXX 3Ma.3.24,
τοῖς ἡμετέροις πράγμασιLXX Es.3.13e,
ΚαίσαριPlu.Cic.38, 2.205d.
2 en v. med.-pas. ser difícil de entender
δυσνοούμενον ζήτημαref. a Dios, Secund.Sent.3.
ἡμῖνLXX 3Ma.3.24,
τοῖς ἡμετέροις πράγμασιLXX Es.3.13e,
ΚαίσαριPlu.Cic.38, 2.205d.
δυσνοούμενον ζήτημαref. a Dios, Secund.Sent.3.