< δύσνιπτος
δυσνοέω >
δύσνῐφος
,
-ον
1
cubierto de nieve
δ. τένων
Nonn.
D
.2.685.
2
borrascoso
,
tempestuoso
ὕδωρ
Nonn.
D
.3.210, 6.370,
οἶδμα
Nonn.
D
.13.533.