δυσνόητος, -ον


I 1difícil de entender λόγος D.L.9.13, cf. 2Ep.Petr.3.16, χρησμοί Luc.Alex.54, τὰ ... πάντα μεγάλα καὶ ἔνδοξά ἐστι καὶ δυσνόητα τοῖς ἀνθρώποις Herm.Sim.9.14.4.

2 de pers. lento de comprensión, torpe εἰς τὸ ἀναγιγνώσκειν Vett.Val.331.33.

II adv. -ως con dificultad, torpemente πάνυ δ. φέρῃ περὶ τὰς Γραφάς Adam.Dial.44.