δυσκατάποτος, -ον
difícil de tragar de líquidos y sustancias, Arist.Sens.443b12, Archig. en Gal.12.976, Alex.Aphr.in Sens.95.1,
δύσβρωτα ... καὶ δυσκατάποταSud.s.u. κύων παρ' ἐντέροις.
δύσβρωτα ... καὶ δυσκατάποταSud.s.u. κύων παρ' ἐντέροις.