< δυσκαταποσία
δυσκατάποτος >
δυσκαταποτέω
tener dificultad para tragar
οἱ δ' ἐν πυρετοῖς δυσκαταποτοῦντες
Herod.Med. en Orib.5.30.12, cf. Orib.
Ec
.72.2.