< δυσκατάποτος
δυσκατάρτιστος >
δυσκατάπρακτος
,
-ον
difícil de realizar
τὸ δὲ δυσκαταπρακτοτέρων ... ἐρᾶν
X.
Cyr
.8.7.12, cf. Poll.3.131.