< δυσκαταπόνητος
δυσκαταποτέω >
δυσκαταποσία
,
-ας, ἡ
dificultad para tragar
Anon.Med.
Acut.Chron
.6.2.1, Gal.14.751, Philum. en Aët.8.48, Steph.
in Hp.Progn
.254.6.