< δυσανάσπαστος
δυσανασχετέω >
δυσανάσφαλτος
,
-ον
medic.
de inseguro restablecimiento
οἱ διαπνεόμενοι κακῶς ... νοσήσαντες δέ, δυσανάσφαλτοι
Hp.
Alim
.28.