δυσανάσπαστος, -ον
difícil de sacar, de extraer
ἀφ' οὗ (λάκκου) δ. εὑρίσκεται ὁ ἐμπεσώνDiodor.T.Comm.Ps.39.3a-b, fig.
ἡ κακίαChrys.Educ.Lib.17.
ἀφ' οὗ (λάκκου) δ. εὑρίσκεται ὁ ἐμπεσώνDiodor.T.Comm.Ps.39.3a-b, fig.
ἡ κακίαChrys.Educ.Lib.17.