δοτήρ, -ῆρος, ὁ
1 c. gen. obj. dador, dispensador de pers.
ταμίαι ... σίτοιο δοτῆρεςIl.19.44,
λογίων καὶ μύθοιο δ.AP 8.132 (Gr.Naz.), de cosas
ὀϊστοὶ ... θανάτοιο ... δοτῆρεςHes.Sc.131, más frec. de dioses o héroes
δ. εὐθαλέος ἥβηςh.Mart.9,
μαντευμάτ[ω]ν τε θεσπεσίων δ.Pi.Fr.52g.1,
πυρὸς βροτοῖς δ.A.Pr.612,
θεὸς δ. παντὸς ἀγαθοῦD.H.2.62,
Ἀπόλλωνι ... δοτῆρι ὄντι τῆς τοξικῆςLuc.Pisc.6,
(Ζεύς) Ἐπικάρπιος ... δ. πλούτου καὶ κτήσεωςD.Chr.1.41, cf. Plu.2.402a,
παντοίης ἀρετῆςde Heracles IG 14.1003.13 (II d.C.),
κακῶν δὲ πάντων ... δοτῆρες ἡμεῖςBabr.63.10,
(ὁ Ἑρμῆς) δ. καὶ διανοίας καὶ φρονήσεωςref. al planeta, Vett.Val.4.10, cf. I.AI 1.272, Ap.2.249, Plu.2.1075e, D.C.57.10.4, Iambl.Myst.3.31, Nonn.D.17.42
•sin el gen. donante
αὐτῷ γὰρ ἑκὼν ἐρίδηνε δοτῆριA.R.1.89
•c. gen. por dat.
τυφλῶν εὔσπλαγχνοι δοτῆρεςmisericordiosos donantes de ciegos, PMasp.20.12 (VI d.C.).
2 econ. pagador δαπανημάτων δοτήρ pagador de gastos funcionario del imperio aqueménida
προσόδων ἀποδεκτῆρες καὶ δαπανημάτων δοτῆρεςX.Cyr.8.1.9.