< δοτέον
δοτήρ >
δοτέος
,
-α, -ον
que debe ser dado
σφι ... δοτέα εἶναι χρήματα
Hdt.8.111,
μισθὸς ἄρα τις δ.
Arist.
EN
1134
b
7,
ἀλλ' ἐκεῖνα οὐ δοτέα
Str.12.3.23.