< δοτήρ
δοτικός >
δότης
,
-ου
que da
,
dador
θεὸς
Men.
Mon
.198,
ἀνὴρ ἱλαρὸς καὶ δ.
LXX
Pr
.22.8a, cf. 2
Ep.Cor
.9.7, Hdn.Gr.1.60,
op. αἰτητής
D.C.66.2.