< δοξολογία
δοξολόγος >
δοξολογικός
,
-ή, -όν
glorificador
,
que exalta
ἡ δοξολογική τε καὶ εὐχάριστος φωνή
Gr.Nyss.
Pss
.65.11, cf. Zonar.s.u.
Σεραφείμ
.