< δοξολογικός
δοξομανέω >
δοξολόγος
,
-ον
glorificador
,
que exalta
τῶν δοξολόγων πνευμάτων, ἃ αἰνίσσεται Χερουβίμ
Clem.Al.
Strom
.5.6.36, cf. 7.12.80.