δοξολογία, -ας, ἡ
1 alabanza, glorificación de un dios, Iambl.Myst.2.10, esp. en lit. crist.
ἐν τῇ θείᾳ δοξολογίᾳApoll.Fid.Sec.Pt.31, cf. Ath.Al.M.25.217C,
διὰ τὴν ἄνω ἀκήρατον δοξολογίανEpiph.Const.Haer.40.4.8,
ὕμνους δοξολογίας ἀναπέμπωνIGLS 21(4).63.9 (Petra V d.C.), c. gen. obj.
ΧριστοῦAfric.Ep.Arist.1 (p.56.8),
ἑνὸς καὶ μόνου Θεοῦ δ.Eus.HE 10.4.65,
τῆς θεότητοςEpiph.Const.Haer.26.10.11, cf. Basil.Hex.8.7, c. giro prep.
ἡ πρὸς τὸν δεσπότην θεὸν ... δ.Iust.Nou.137.6 proem., c. gen. subjet.
τὴν δοξολογίαν αὐτῆς (τῆς κτίσεως) οὐ προσίεταιno admite que (la creación) lo glorifique Didym.Eun.M.29.689A, cf. Origenes Or.14.2, Gr.Nyss.Eun.1.466, Proteu.13.1, Seuerian.Cent.34,
τοῦ πλήθους τῆς στρατιᾶς τῶν ἀγγέλωνCosm.Ind.Top.3.60.
2 crist. gloria, alabanza al Señor, doxología
τὰ ἐν οὐρανῷ πάντα πλήρη τυγχάνει τῆς δοξολογίας αὐτοῦ (τοῦ θεοῦ)Eus.DE 7.1 (p.299),
ἡ τοῦ θεοῦ λόγου ἔνσαρκος δ.Epiph.Const.Haer.69.36.1, cf. Bas.Sel.Or.M.85.336B.