< δοξοκαθαιρετικός
δοξοκοπέω >
δοξοκαλία
,
-ας, ἡ
fatua opinión de la propia belleza
δοξοσοφία καὶ δ.
Pl.
Phlb
.49d, cf. Clem.Al.
Paed
.2.3.38.