δοξοκαθαιρετικός, -ή, -όν
dispuesto a abandonar recelos o sospechas, fácil de convencer
ἦθος δὲ τὸ ἀβέλτερόν τε καὶ δοξοκαθαιρετικόνref. a temperamentos, Paul.Aeg.2.11.19.
ἦθος δὲ τὸ ἀβέλτερόν τε καὶ δοξοκαθαιρετικόνref. a temperamentos, Paul.Aeg.2.11.19.