δοξοκοπέω
1 c. suj. de pers. buscar la fama, la popularidad
δοξοκοποῦντες καὶ πρὸς χάριν βλέποντεςPlb.12.25e.3,
τι τοιοῦτο δοξοκοπεῖνPlu.Per.5,
δοξοκοπῶν ... καὶ φιλοτιμούμενοςD.Chr.66.1, cf. Porph.Abst.1.38, Eus.DE 3.6 (p.133), Simp.in Epict.37.178.
2 de abstr. en crít. lit. buscar majestuosidad, intentar impresionar
τὰ πληθυντικὰ μεγαλορρημονέστερα καὶ αὐτῷ δοξοκοποῦντα τῷ ὄχλῳ τοῦ ἀριθμοῦLongin.23.2.