< δοκησισοφέω
δοκησίσοφος >
δοκησισοφία
,
-ας, ἡ
alarde de sabiduría
Poll.4.9,
Ἑλλήνων παῖδες οἱ ταῖς δοκησισοφίαις ἐξωφρυωμένοι
Cyr.Al.M.71.393D, cf. 73.493D, 74.169A.