< δοκησισκοπία
δοκησισοφία >
δοκησισοφέω
tener pretensiones de sabio
,
considerarse sabio
de los fariseos
, Cyr.Al.M.73.185D,
ἀγνοοῦσι δὲ, καίτοι δοκησισοφεῖν εἰωθότες
Cyr.Al.M.73.860C.