δοκησίσοφος, -ον
• Prosodia: [-ῐ-]
que se considera sabio, que presume de sabio
νεανίαςAr.Pax 44, cf. Antipho Soph.B 105,
ψευδοῦς δόξης ἑταῖροι δοκησίσοφοιPh.1.235,
νοῦςPh.1.164,
ψυχήPh.1.698,
φρόνημαPh.1.605
•subst. ὁ δ. sabiondo Ph.1.122, 457, Clem.Al.Strom.1.17.87, 18.88, Eus.VC 3.56.1, Cyr.Al.M.71.764B.