< δόκησις
δοκησισοφέω >
δοκησισκοπία
,
-ας, ἡ
consideración
,
respeto a la opinión
δοκησισκοπίᾳ μᾶλλον ἢ ἀληθείᾳ ... ταῦτα παρατιθέμενοι
Nil.M.79.1276A.