< διασεισμός
διασείω >
διάσειστος
,
-ον
que es agitado
,
sacudido
ἀστράγαλοι
Aeschin.1.59, s. cont., Men.
Fr
.356,
κύβοι
Poll.7.203,
καλαμών
Hsch.s.u.
δόνακες
.