διασείω
• Morfología: [pas. perf. διασέσεισμαι Plu.2.1059a]
I tr.
1 c. ac. de n. concr. sacudir con brío o violencia, agitar, hacer temblar
τὰς ἶναςPl.Ti.85e, cf. 88a,
τὰς οὐράςX.Cyn.6.15,
τὰ δ' ἱμάτιαArist.Mete.359a22,
τὰ τείχη ... τοῖς κριοῖςD.S.20.48, cf. D.C.37.16.3,
τὸ ἀγγεῖονPlu.TG 17,
τὴν κεφαλήνPlu.2.435c,
τὸ γόμφωμαPlu.Marc.15,
ἄνεμος ... τὰς ἀμπέλουςLuc.VH 1.24,
ἐμαυτόνLuc.Icar.19, en v. pas.
ὅκως τὸ κλύσμα διασείηταιHp.Steril.221,
τῶν τειχέων καὶ τῶν πύργων διασεισθέντωνIG 12(3).30.7 (Telos III a.C.),
τάφον ... ὑπὸ κεραυνοῦ διασεῖσθαιD.S.13.86,
τοῖς φορείοις ἀτρέμα διασεισθέντεςPlu.2.1099c, cf. I.BI 4.67, 5.153, Arr.Cyn.10.4
•en v. med. mismo sent.
ἵπποι ... τὰ μὲν χαλινὰ διεσείοντοD.S.17.34,
διασεισάμενόν τε τὴν ... χαίτηνAlex.Mynd. en Ath.221d.
2 fig. c. ac. de pers. o abstr. sacudir, conmover, confundir
τὰ Ἀθηναίων φρονήματαHdt.6.109,
μικρὰ πρόφασις ... αὐτὰ διέσεισεD.11.7,
τὴν στάσιν τοῦ γενετοῦ καὶ φθαρτοῦPh.1.84, cf. 316,
τὰ παρόνταPlu.Cic.10,
τὰς συντάξειςAristid.Or.6.16,
τὸ συμπόσιονPlu.2.704d,
σεLuc.Merc.Cond.20, en v. pas.
σοι διασέσεισμαιme has llenado de confusión Plu.2.1059a.
3 c. ac. de pers. intimidar
τοὺς υἱεῖς ... ἐπὶ προφάσεσιν ἀλόγοιςPlb.10.26.4, cf. 18.45.2,
ἡμᾶςPRyl.563.4 (III a.C.),
τὸν Εὐθύφρονα μετὰ παιδιᾶςPlu.2.580d,
ἀνθρώπουςA.Al.1.2.8
•en v. pas. dejarse intimidar
ὑπὸ μηδενὸς διασεισθέντες τῶν ὑπαρχόντωνLXX 3Ma.7.21,
πόσοι διεσείσθησαν παρ' αὐτῶν ... ἵνα μὴ ...Ath.Al.H.Ar.31.5
•extorsionar frec. ref. a abusos de funcionarios
μηδένα διασείσητε μηδὲ συκοφαντήσητεEu.Luc.3.14,
τοὺς ἀντιδίκουςPTor.Choachiti 12.8.13, cf. 11bis.37 (ambos II a.C.),
ἡμᾶςSB 13093.16, cf. PTeb.41.10 (ambos II a.C.), c. dos ac.
διέσεισέν με ἀργύριονPMich.174.15, cf. PYoutie 16.19 (ambos II a.C.), en v. pas.
διεσείσθην ὑπὸ Δάμιτος γενομένου πράκτοροςSB 11902.7, cf. POxy.284.5 (ambos I d.C.), MAMA 10.114.23 (Frigia III d.C.).
II intr.
1 hacer movimientos c. dat.
τοῖν χεροῖνAeschin.Socr.50.
2 medic. practicar la sucusión
μηδὲ πύον διασείοντα γινώσκεινHp.Morb.1.6, cf. 17, Epid.6.8.28, en v. pas. Hp.Morb.1.15.
3 en v. med. sacudirse de una atadura, liberarse c. gen.
καταρχομένων αὐτῆς τῶν θυτήρωνD.H.1.56
•fig. agitarse
νοήσεως ἴχνος τι ἐν ἡμῖνDam.Pr.29.