διασεισμός, -οῦ, ὁ
1 abuso de poder, extorsión, intimidación
συκοφαντία καὶ δ.PTor.Choachiti 12.5.1, PTeb.43.36 (ambos II a.C.),
περιτριβὴ καὶ δ.BGU 1850.13 (I a.C.),
μηδέ<να> δειασισμὸν (sic) πεπονθέναι ὑπὸ τοῦ ΦιλέουPOxy.1252re.33 (III d.C.),
πονηρία καὶ διασεισμοίMAMA 10.140.11 (Frigia III d.C.),
δ. τῆς κώμηςBRL 3.28.5 (Lidia, imper.),
εἰς δωροδοκίαν καὶ διασεισμὸν διαβάλλων τὸν ΚλέωναSch.Ar.Eq.1081a.
2 medic. sacudimiento, sucusión
τῆς κεφαλῆςPaul.Aeg.6.90.4,
τοῦ λίθου ... κατὰ τὸν τράχηλον ἐμφραχθέντος τῆς κύστεως τῷ διασεισμῷPaul.Aeg.3.45.3.