διάκρῐτος, -ον


1 distinguido, ilustre ἐν πάντεσσι διάκριτοι ἡρώεσσι Theoc.22.163, cf. Opp.H.3.441, IG 5(2).178 (Tegea), πολιητέων Hp.Ep.27.3, διάκριτα φῦλα τεχνιτῶν, Ἀρχ.Ἐφ. 1931.117 (Mileto II a.C.), σε ... διάκριτα πάντα λαχοῦσαν ZPE 7.1971.211.15 (Dídima III/II a.C.).

2 distinguido, perceptible διάκριτοι εἰσορόωνται (κύκλοι λοξοί) Man.2.60.

3 sent. dud. λοιπαὶ νομικῆς διακρίτου PTeb.337.9 (II/III d.C.).