< διακριτικός
διάκρῐτος >
διακριτικότης
,
-ητος, ἡ
capacidad de análisis
o
clasificación
δ. ἐν ἑκάστῳ ὡρισμένης παραγραφῆς καὶ διαίρεσεως αἴτιον
Procl.
in Prm
.1010.