< διάκρῐτος
Διάκριτος >
διακριτός
,
-όν
1
que discierne
τὸ νοητὸν ... πάντη διακριτὸν ἑαυτοῦ
Plot.5.4.2 (cód.).
2
distinguido
,
excepcional
glos. a ἐκνόμιος
Hsch.