διάθρυψις, -εως, ἡ
1 rotura, fragmentación
χάλαζαν ὑετοῦ πεπηγότος διάθρυψινAr.Did.35.
2 blandura, molicie, relajación
τῶν γυναικῶνChrys.Virg.75.28
•afectación
προσώπων εὐμορφία καὶ κινημάτων δ.Chrys.Sac.6.2.25.
χάλαζαν ὑετοῦ πεπηγότος διάθρυψινAr.Did.35.
τῶν γυναικῶνChrys.Virg.75.28
προσώπων εὐμορφία καὶ κινημάτων δ.Chrys.Sac.6.2.25.