διαθρύπτω
• Morfología: [pas. aor. ind. διεθρύβησαν LXX Na.1.6, part. διατρῠφέν Il.3.363, Q.S.1.549, διαθρυφθέν D.L.7.153]
I
ἕνα γῆς ... βῶλονD.Chr.3.33,
τὸ κρανίονLuc.DMort.6.2,
ἔργα ... μελίσσηςNic.Al.445,
τὴν τῶν λίθων ἰσχύνProcop.Pers.2.17.24
•c. ac. de alimentos partir en pedazos
(τὸν ἄρτον)Hp.Vict.3.75, LXX Is.58.7, Ast.Am.Hom.3.12.3,
διαθρύψεις αὐτὰ κλάσματα(un pan ritual), LXX Le.2.6, cf. Hsch., en v. pas.
ξίφος ... τριχθά τε καὶ τετραχθὰ διατρυφένespada hecha tres o cuatro pedazos, Il.l.c., cf. X.Ages.2.14, D.H.9.21, Q.S.l.c.,
νέφος ... ὑπὸ πνεύματος διαθρυφθένD.L.l.c.,
αἱ πέτραι διεθρύβησαν ἀπ' αὐτοῦLXX l.c.
2 en v. med. romperse
διαθρύπτονται ἐν ταῖς χερσίνde un tipo de piedras, Thphr.Lap.21,
τὸν στέφανον ἐκπεσόντα ... διαθρυπτόμενονPlu.Sull.11.
3 machacar, triturar los ingredientes en una receta de cocina
τὸ ἔντερον καὶ τὸ αἷμα διαθρύψανταEpainetus en Ath.662e, en v. pas., de ingredientes farmacéuticos, Hp.Mul.1.74.
II fig.
1 destrozar, echar a perder a causa de una vida muelle, e.d. enervar, debilitar, corromper
(τὰ παιδικά)Pl.Ly.210e,
σώματαX.Lac.2.1,
τοὺς στρατιώταςD.Chr.1.29, en v. pas.
τῶν πλούτῳ διαθρυπτομένωνA.Pr.891,
Ἀλκιβιάδης ... ὑπὸ πολλῶν καὶ δυνατῶν ἀνθρώπων διαθρυπτόμενοςX.Mem.1.2.24,
πολλοὶ δὲ διὰ τὸν πλοῦτον διαθρυπτόμενοιX.Mem.4.2.35,
ἀνὴρ ... διατεθρυμμένος ... κολακείαιςun hombre corrompido por adulaciones Plu.Dio 8,
ὁ Μέτελλος ... διετέθρυπτο τῷ βίῳPlu.Pomp.18,
διατεθρύφθαι τὸν βίονllevar una vida relajada Ael.VH 13.8.
2 en v. med. tratar de atraer, coquetear c. dat. de pers.
ἃ δὲ καὶ αὐτόθε τοι διαθρύπτεταιTheoc.6.15
•de un médico comportarse con afectación Gal.17(2).148.