< διάθρυψις
διαθρῴσκω >
διάθρωσις
,
-εως, ἡ
parto
,
nacimiento
τὰς διαθρώσεις τῶν θηλέων ἐμβρύων βραδυτέρας γίνεσθαι ἢ τῶν ἀρρένων
Plu.
Fr
.105.