διχθά


adv. en dos partes δ. δέ μοι κραδίη μέμονε mi corazón vacila entre dos deseos, Il.16.435, τοὶ δ. δεδαίαται los (etíopes) que están repartidos en dos partes, Od.1.23, cf. Str.1.2.24, 32, δ. τοι ... θεοὶ τιμὴν ἐδάσαντο h.Hom.22.4, δ. δὲ χαλκὸς οὐκ ἐχύθη AP 16.347, δ. δὲ καλλείψαντες ... Ἰχθύες ἀστερόεντες, ὁ μὲν Νότον, ὃς δὲ Βορῆα Nonn.D.38.368.

διχθά, -ᾶς, ἡ


sent. dud., quizás un perfume, DP 36.85, 86.