διχθάδιος, -α, -ον
• Alolema(s): poét. fem. -ίη A.R.3.397, AP 14.24, Nonn.D.25.402
• Prosodia: [-ᾰ-]
doble
διχθάδιαι κῆρεςdoble destino, Il.9.411,
θυμὸς διχθαδίην πόρφυρεν ... μενοινήνA.R.l.c.,
κίωνAP 1.99,
βουλήNonn.D.36.390,
νηδὺςAP 14.24,
ἉμάξηNonn.l.c.
•neutr. plu. adv.
ὁ γέρων ὥρμαινε δαϊζόμενος ... διχθάδι'Il.14.21
•en plu. dos, un par
διχθαδίους εὐτύκασεν φονέαςdispuso dos asesinos Call.SHell.259.32,
οἱ ... διχθάδιοι ἐρέταιel par de remos, AP 6.4 (Leon.),
ὦμοι διχθάδιοιambos hombros Nonn.D.23.48
•en sg. c. sent. distrib.
διχθάδιον κατὰ κῶλονen cada pierna, AP 16.15, cf. Nonn.D.43.44.