< δίγρευσις
διφρευτικός >
διφρευτής
,
-οῦ, ὁ
auriga
Ἥλιος
S.
Ai
.857, Orph.
H
.8.6,
Tz.Comm
.Ar.2.521.8, Eust.
Op
.220.72.